- χαύνος
- -η, -ο / χαῡνος, -αύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ.β. «σύμπασιν δ' ὑμῑν χαῡνος ἔνεστι νόος», Σόλ.)νεοελλ.(για πρόσ.) αποχαυνωμένοςμσν.-αρχ.μαλακός, πλαδαρός («ἡ δὲ τῶν χλωρῶν κωβίων σὰρξ χαυνοτέρα ἐστί», Αθήν.)αρχ.1. (για ύφασμα) αυτός που δέν έχει πυκνή υφή, αραιός2. (για ξύλο) πορώδης3. (για ενέργειες) αδύναμος, υποτονικός4. μτφ. α) (για πρόσ.) αλαζόνας, κομπαστήςβ) (για πράγμ.) μάταιος («κενεᾱν ἐλπίδων χαῡνον τέλος», Πίνδ.).επίρρ...χαύνως Α1. χαλαρά, νωθρά2. ανόητα, κουτά, βλακωδώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χαῦνος (< *χαFνος) έχει σχηματιστεί από το θ. χαF- τής λ. χάος*, με επίθημα -νος, και τονίστηκε στην παραλήγουσα αντί τού αναμενόμενου *χαυ-νός (πρβλ. πυκ-νός, τερπ-νός). Για το ζεύγος χάος: χαῦ-νος πρβλ. ἔρεβος: ἐρεμνός].
Dictionary of Greek. 2013.